- ὑπερδιατεινόμενον
- ὑπερδιατείνομαιpres part mp masc acc sgὑπερδιατείνομαιpres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερδιατείνω — Α 1. προκαλώ υπερβολική διάταση σε όργανο τού σώματος·2. παθ. ὑπερδιατείνομαι α) τεντώνομαι φωνάζοντας, φουσκώνω και φωνάζω («ὑπερδιατεινόμενον κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον», Δημοσθ.) β) (σχετικά με την κύστη ή άλλα όργανα) παρουσιάζω έντονη διάταση … Dictionary of Greek